κιτρινωπός

κιτρινωπός
-ή, -ό
χλομούτσικος: Πρέπει να τρώει καλά, γιατί έχει ένα κιτρινωπό χρώμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κιτρινωπός — ή, ό [κίτρινος] λίγο κίτρινος, υποκίτρινος …   Dictionary of Greek

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • υπόκιρρος — ον, Α υποκίτρινος, κιτρινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κιρρός «κιτρινωπός»] …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • έπωχρος — ἔπωχρος, ον (Α) κάπως ωχρός, κιτρινωπός …   Dictionary of Greek

  • αχυρόχρους — ουν κιτρινωπός σαν άχυρο …   Dictionary of Greek

  • επίξανθο — το (Α ἐπίξανθος, ον) (για ζώα, φυτά κ.λπ.) αυτός που κλίνει προς το ξανθό χρώμα, κιτρινωπός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επίξανθο δέρμα εμποτισμένο με λιπαρές ουσίες με το οποίο κατασκευάζονται διάφορα είδη εξαρτύσεως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί, με… …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… …   Dictionary of Greek

  • κηροειδής — ές (Α κηροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες τού κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”